μόμπιλο

μόμπιλο
το
έπιπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. επίθ. mobile «κινητός» (δηλαδή «κινητό έπιπλο») < λατ. mobilis, is, e (αντί movibilis < moveo «κινούμαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μομπιλάρω — [μόμπιλο] επιπλώνω …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — το κινητό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για συμπλήρωση ή καλλωπισμό του εσωτερικού κατοικίας, το μόμπιλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”