μομπιλάρω — [μόμπιλο] επιπλώνω … Dictionary of Greek
έπιπλο — το κινητό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για συμπλήρωση ή καλλωπισμό του εσωτερικού κατοικίας, το μόμπιλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)